πίστου

πίστου
πιστόω
make trustworthy
pres imperat act 2nd sg
πιστόω
make trustworthy
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιστοῦ — πιστόν neut gen sg πιστός 1 liquid masc/neut gen sg πιστός 2 to be trusted masc/neut gen sg πιστόω make trustworthy pres imperat mp 2nd sg πιστόω make trustworthy imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροθεσία — η, ΝΜΑ [χειροθετῶ] εκκλ. επίκληση τής θείας χάρης με επίθεση τών χεριών στο κεφάλι πιστού («εἰς χειροθεσίαν εὐλογίας», Κλήμ. Αλ.) νεοελλ. μσν. (καν. δίκ.) εκκλησιαστική πράξη η οποία τελείται με την επίθεση τών χειρών τού επισκόπου, έξω από το… …   Dictionary of Greek

  • μουταζιλίτες — Οπαδοί ισλαμικής διδασκαλίας (μουταζωισμός) που αναπτύχθηκε στη Μεσοποταμία τον 8o αι. μ.Χ. Οι μ. βρίσκονταν ανάμεσα στους χαριτζίτες – που θεωρούσαν άπιστο κάθε αμαρτωλό μουσουλμάνο και τους μουρτζιίτες νομιμόφρονες, αλλά με χαλαρές θρησκευτικές …   Dictionary of Greek

  • Olympiakos Nicosia — Not to be confused with Olympiacos CFP, the sports club based in Greece Olympiakos Nicosia Full name Ολυμπιακός Λευκωσίας Olympiakos Lefkosias Nickname(s) …   Wikipedia

  • вѣрьныи — (702) пр. 1. Достойный веры, доверия: гла(в) ·д҃· о послусѣхъ вѣрныхъ і невѣрны(х). и о недолжьныхъ воспри˫ати. і о пребывающи(х) послусѣ(х) дале(ч). МПр XIV, 186; Иже на своего дрѹга клевечеть да не бѹдеть вѣренъ аще и право молвить. (μὴ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άλκιμος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος του βασιλιά της Πύλου Νηλέα. 2. Πατέρας του Μέντορα, πιστού φίλου του Οδυσσέα. 3. Σικελός ιστορικός, που έγραψε τα Σικελικά στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. 4. Στρατηγός του… …   Dictionary of Greek

  • αγιασμός — Σύμφωνα με τη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας α. λέγεται η ευλογία των νερών με ευχές και σταυρικές επισφραγίσεις και ο εξαγνισμός, στη συνέχεια, του πιστού με ραντισμό. 1. Μέγας α. Τελείται την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων για να… …   Dictionary of Greek

  • αφορισμός — Ορισμός, αποφθεγματική γνωμάτευση· η απομάκρυνση, ο αποκλεισμός από την κοινωνία των χριστιανών. Στο πλαίσιο της εκκλησίας, ο α. είναι η αφαίρεση του δικαιώματος να συμμετέχει ο πιστός μαζί με τους άλλους συντρόφους του στις διάφορες λατρευτικές… …   Dictionary of Greek

  • διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …   Dictionary of Greek

  • εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”